σενσουαλιστικός

σενσουαλιστικός
-ή, -ό, Ν [σενσουαλιστής]
(φιλοσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σενσουαλισμό ή στον σενσουαλιστή («σενσουαλιστική αντίληψη»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”